Στην αυλή της αγκαλιάς του σχολείου τα παιδικά μάτια ενός χελιδονιού για πρώτη φορά καρφωμένα ανάμεσα στα κάγκελα κοιτούσαν με αγωνία την «νέα χώρα» να γεμίζει το προαύλιο της με μικρά χελιδόνια. Με μάτια βουρκωμένα προσπαθεί να κρυφτεί σε μια σφιχτή αγκαλιά κάτω απο την σκιά των δυο γιγάντων του . Φοβάται τους αγνώστους, μην τυχόν και δεν δουν ότι είναι μοναδικός. Ήταν μόλις πριν λίγο που βρήκε σε δυο πετρούλες έναν θησαυρό να τον μοιράσει. Από την φωλιά των χεριών τώρα φτερουγίζει … αρχή Άνοιξης, κάθε αρχή φθινοπώρου αρκεί να πιστεύεις και να πετάς…κ.φ. κωνσταντία φαγαδάκη Κοιτούσε ώρα στο σαλόνι τον πίνακα – αντίγραφο του Rembrandt – μέχρι που χάθηκε στην σκιά του. Σκέφτηκε να βγει λίγο έξω και ας μύριζε βροχή, ήθελε να αλλάξει τον αέρα της εποχής.
Πήρε το tablet αφού περιπλανήθηκε στα πλακόστρωτα σοκάκια της παλαιάς πόλης. Άνοιξε την πόρτα ενός café κοίταξε το ρολόϊ της και αφέθηκε στο μοναχικό τραπέζι δίπλα στο τζάμι. Μόλις που πρόλαβε να παραγγείλει και ήδη η βροχή έπεφτε ρυθμικά, σχηματίζοντας μικρά ποταμάκια και λιμνούλες. Της άρεσε πολύ αυτή η εικόνα. Σε λιγάκι θα νύχτωνε θα άναβαν τα φώτα και θα έβλεπε την πόλη να διπλασιάζεται στο κάτοπτρο των ποδιών της … Έξω η ζωή και μέσα η προστατευμένη ευγένεια στο εκλεπτυσμένο καλούπι της ρετρό καφετέριας μπερδεμένη σε κόσμιους καπνούς αρώματα και μελωδίες. Έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά στο εκκρεμές του τοίχου υπενθυμίζοντας τον χρόνο της, για να χαλαρώσει στον καναπέ με λίγες γουλιές γαλλικού καφέ και την ηλεκτρονική Τέχνη διαθέσιμη, στα δάχτυλά της. Ξεκίνησε να σερφάρει στο ιντερνετ. Πίνακες και αγάλματα ζωντάνευαν μπροστά της. Μουσεία άνοιγαν τις Πύλες τους ξεναγοί εξιστορούσαν τα εκθέματα. Ποιητές και λογοτέχνες απάγγελλαν αποσπάσματα από τα έργα τους. Ταξίδευε όπου ήθελε με την ιστορία του κόσμου στην φορητή μπαταρία της μικρής οθόνης. Τα λεπτά την ξέχασαν στο χώρο ενώ το γκαρσόνι την παρατηρούσε να παίρνει διάφορες εκφράσεις το πρόσωπό της σαν να άκουγε την πιο εντυπωσιακή ιστορία. Όμως κανείς δεν καθόταν στο τραπέζι της εκτός από τον εαυτό της. Η βροχή δυνάμωνε προοδευτικά ώσπου ξαφνικά ο χτύπος από το χαλάζι την προσγείωσε στην πραγματικότητα μαζί με το ρολοϊ του τοίχου που βρισκόταν απέναντί της. Έπρεπε να φύγει τώρα. Σηκώθηκε αργά ενώ άφηνε τα χρήματα στο τραπέζι. Προχώρησε δυο βήματα όταν ο τόπος σκοτείνιασε από την ξαφνική πτώση του ρεύματος. Η μουσική επίσης κατέρρευσε μαζί με ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας από τα άτομα που ήταν μέσα. Όλοι κοιτούσαμε γύρω με αμηχανία χωρίς να ξέρουμε κι εμείς τι ακριβώς ζητούσαμε. Μόνο τα γκαρσόνια ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Κινητοποιήθηκαν γρήγορα ανάβοντας τα διακοσμητικά κεράκια των τραπεζιών και η κιθάρα που κοσμούσε τον τοίχο βρέθηκε στα χέρια ενός θαμώνα ερασιτέχνη τροβαδούρου. Η φωνή του ενώθηκε με την εποχή του χώρου και των υπολοίπων. Τα βλέμματα γλύκαναν από την θαλπωρή και οι πίνακες αναδύθηκαν από το σκοτάδι τους σκιαγραφώντας τις λεπτομέρειες που έκρυβαν πολύ καλά κάτω από τους λαμπτήρες. Τότε , ο χρόνος μοιράστηκε σαν ψωμί πάνω στο κάθε τραπέζι. Χορτάσαμε όλοι κάτω από το φως των κεριών. Και φεύγοντας συμπέραναν ότι οι άνθρωποι περιμένουν το περιβάλλον για να αλλάξουν κι όμως στην ουσία… παραμένουν ίδιοι. . κωνσταντία φαγαδάκη . το κείμενο εχει δημοσιευτεί στο περιοδικό του ΑΘΛΕΠΟΛΙΣ: STIGMA |
Author
Κωνσταντία Φαγαδάκη Archives
October 2023
Categories
All
|