κείμενα - αποσπάσματα διηγημάτων
τακτοποίησα άνοιξα τα παράθυρα διάπλατα... το φως απαλό ησύχασε το δωμάτιο
τα σύννεφα όμοια βαμβάκια σαν τα γιατροσόφια αλχημιστών έβοσκαν ελεύθερα
κι ένας βασιλικός αθάνατος μου έκανε παρέα.
Τα αγκάλιασα όλα...όλα είχαν πάρει την θέση τους όπως τα παιχνίδια των μεγάλων κοριτσιών ... και το αγκίστρι στην μέση της αυλής που αιωρούσε κάποτε στο κλουβί τον παπαγάλο...
τα σύννεφα όμοια βαμβάκια σαν τα γιατροσόφια αλχημιστών έβοσκαν ελεύθερα
κι ένας βασιλικός αθάνατος μου έκανε παρέα.
Τα αγκάλιασα όλα...όλα είχαν πάρει την θέση τους όπως τα παιχνίδια των μεγάλων κοριτσιών ... και το αγκίστρι στην μέση της αυλής που αιωρούσε κάποτε στο κλουβί τον παπαγάλο...
... τώρα που τα μάτια του γίνονταν πιο γαλάζια, θυμόταν πως κατάφερνε να παραμερίζει το σύννεφο του πεζοδρομίου περνώντας σαν βέργα μέσα απο τα σίδερα κι έτσι ζούσε το όνειρο του∙ όχι στα ψέματα μα στην πραγματικότητα. Έγνεφε στην Τζέην με νόημα... και η κούνια τους απο τα κλαδιά του φοίνικα τους παρέσερνε ως τον ουρανό...
Όταν η νύχτα καρφώνει πυγολαμπίδες στα σταυροδρόμια κάποιοι τρελοί ξυπνούν απ’τα πάθη ονειροβατώντας και συλλέγοντας αγριολούλουδα της θάλασσας στις κορυφογραμμές. Ξυπόλυτοι και με τα μάτια, κάρβουνα αναμμένα ξεπλένονται με αγκάθια γεμίζοντας με οπές τα χέρια τους για να χουν φως ...
Έχουν το δικό τους δρομολόγιο και αυτή είναι η μυστική αποστολή τους.
Μην τους ενοχλείς ...
Έχουν το δικό τους δρομολόγιο και αυτή είναι η μυστική αποστολή τους.
Μην τους ενοχλείς ...
Καλοκαιρινό βράδυ στην κορυφή του μοναχικού εξοχικού δρόμου που κατέληγε στην καρδιά μιας αμμουδιάς.
Ώρα πολύ ακουγόταν η θάλασσα να λυσσομανάει στο σκοτάδι της κι εμείς εκεί δυο φιγούρες σαν φοβισμένες και αναποφάσιστες σκιές κάτω από το δημόσιο φως να παρατηρούμε την διαδρομή να σβήνεται απαλά μέσα στην νύχτα.
Κοιτούσα τα μικρά δάχτυλά σου, σχεδόν να χάνονται μέσα στα δικά μου κι όμως περίσσευε ένας ολόκληρος κόσμος που έπρεπε να συμπληρώσω.
Απουσία ανθρώπων τριγύρω που σε ριγούσε … όταν σ’ άκουσα να με ρωτάς:
- εκεί στο σκοτάδι Μαμά, θα μου χαρίσεις τον ουρανό που μου είχες υποσχεθεί, εκεί που λάμπουν περισσότερο τα αστέρια ?
- Εκεί… - απαντώ-, πάμε ?
προχωρήσαμε και χαθήκαμε στο τέλος της διαδρομής ανακαλύπτοντας τα διαμάντια του σκοταδιού. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα… θυμάμαι μόνο οτι είδαμε αμέτρητα αστέρια να πέφτουν γιορτάζοντας την φυγή τους από τον ουρανό και τα μάτια σου άστραφταν από ενθουσιασμό …λάμψεις χαράς στην άμμο και εγώ σε έσφιγγα περισσότερο στην αγκαλιά μου και ας φοβόμουν αυτό το πέταγμα της ανάμνησης μας, στιγμή αθάνατη στην ψυχή μας, φτάνει να θυμάσαι,
εκείνο… το αστέρι που σε έκανε να γελάς.
Επιστρέψαμε, ανηφορίζοντας …
.............................................................................................................................................................................................................
Ώρα πολύ ακουγόταν η θάλασσα να λυσσομανάει στο σκοτάδι της κι εμείς εκεί δυο φιγούρες σαν φοβισμένες και αναποφάσιστες σκιές κάτω από το δημόσιο φως να παρατηρούμε την διαδρομή να σβήνεται απαλά μέσα στην νύχτα.
Κοιτούσα τα μικρά δάχτυλά σου, σχεδόν να χάνονται μέσα στα δικά μου κι όμως περίσσευε ένας ολόκληρος κόσμος που έπρεπε να συμπληρώσω.
Απουσία ανθρώπων τριγύρω που σε ριγούσε … όταν σ’ άκουσα να με ρωτάς:
- εκεί στο σκοτάδι Μαμά, θα μου χαρίσεις τον ουρανό που μου είχες υποσχεθεί, εκεί που λάμπουν περισσότερο τα αστέρια ?
- Εκεί… - απαντώ-, πάμε ?
προχωρήσαμε και χαθήκαμε στο τέλος της διαδρομής ανακαλύπτοντας τα διαμάντια του σκοταδιού. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα… θυμάμαι μόνο οτι είδαμε αμέτρητα αστέρια να πέφτουν γιορτάζοντας την φυγή τους από τον ουρανό και τα μάτια σου άστραφταν από ενθουσιασμό …λάμψεις χαράς στην άμμο και εγώ σε έσφιγγα περισσότερο στην αγκαλιά μου και ας φοβόμουν αυτό το πέταγμα της ανάμνησης μας, στιγμή αθάνατη στην ψυχή μας, φτάνει να θυμάσαι,
εκείνο… το αστέρι που σε έκανε να γελάς.
Επιστρέψαμε, ανηφορίζοντας …
.............................................................................................................................................................................................................
Συχνά,
έκλεινε τα μάτια της χωρίς να φοβάται, τα σφυροκοπήματα κάτω απο το δέρμα της. Ανάσες των ριζών της ψυχής της, στον ασβεστωμένο κήπο του Θεού...
" Φύτρωσε" ...σε αυτήν την αυλή, όπως ελεγε ...
μαζί με τις ανεμώνες, σποράκι στα χέρια του Χειμώνα όταν την έφεραν τα βήματα των γονιών της για να σωθεί.
Ακουμπισμένες οι δυο μας στα μεσαιωνικά τείχη του μοναστηριού που κρεμόταν θαρρείς από θαύμα στο γκρεμό του βουνού, σκιαγραφούταν ανάγλυφη η μορφή της όσο μου μιλούσε, ενώ το λαμπερό πρόσωπό της, αντανακλούσε όλα τα χρώματα του φόντου μιας μαγευτικής δύσης που διαδραματιζόταν εκείνη την ώρα.
Πάντα αναρωτιόμουν για αυτήν την απόκοσμη ζωή των μυστήριων καταφυγίων της πίστης και η μοναχή Μαρία μέσα από την απλότητά της και την ζεστασιά της θέλησε να μου την περιγράψει στων εντός Τειχών και μόλις 19 χιλιόμετρα εκτός, βίο της.
Το ράσο δεν την βάρυνε, αντίθετα, την αγκάλιαζε σαν προέκταση των γκρίζων μαλλιών της
Φύτρωσε όπως έλεγε… και όταν άνθισε σαν λουλούδι στα χρόνια της λαχτάρας να «πετάξει», άκουγε στα τριξίματα απο τα σίδερα της Πύλης όποτε άνοιγαν, τα καλέσματα απο τις φωνές των πουλιών.
Σύννεφα γεμάτα οράματα εμφανίζονταν συχνά στο κελί της, σαν αραχνοΰφαντοι ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη που εξαφανίζονταν στις προσευχές της μαζί με τον σύρτη που επιστρέφει πάντα στην σωστή του θέση.
Οι καιροί ερχόντουσαν πάντα γεμάτοι φορτία για να σηκώσει το σκαρί της, όσο τα μοναχικά χρόνια σμίλευαν την Πίστη στις ηλιαχτίδες των ρωγμών από τα Τείχη της…,
τότε πλέον τα πουλιά της Πύλης έπαψαν να της μιλούν.
Βουβή η προσευχή και η αγάπη, όταν ταξιδεύουν στην ελευθερία …
............................................................................................................................................................................................................
έκλεινε τα μάτια της χωρίς να φοβάται, τα σφυροκοπήματα κάτω απο το δέρμα της. Ανάσες των ριζών της ψυχής της, στον ασβεστωμένο κήπο του Θεού...
" Φύτρωσε" ...σε αυτήν την αυλή, όπως ελεγε ...
μαζί με τις ανεμώνες, σποράκι στα χέρια του Χειμώνα όταν την έφεραν τα βήματα των γονιών της για να σωθεί.
Ακουμπισμένες οι δυο μας στα μεσαιωνικά τείχη του μοναστηριού που κρεμόταν θαρρείς από θαύμα στο γκρεμό του βουνού, σκιαγραφούταν ανάγλυφη η μορφή της όσο μου μιλούσε, ενώ το λαμπερό πρόσωπό της, αντανακλούσε όλα τα χρώματα του φόντου μιας μαγευτικής δύσης που διαδραματιζόταν εκείνη την ώρα.
Πάντα αναρωτιόμουν για αυτήν την απόκοσμη ζωή των μυστήριων καταφυγίων της πίστης και η μοναχή Μαρία μέσα από την απλότητά της και την ζεστασιά της θέλησε να μου την περιγράψει στων εντός Τειχών και μόλις 19 χιλιόμετρα εκτός, βίο της.
Το ράσο δεν την βάρυνε, αντίθετα, την αγκάλιαζε σαν προέκταση των γκρίζων μαλλιών της
Φύτρωσε όπως έλεγε… και όταν άνθισε σαν λουλούδι στα χρόνια της λαχτάρας να «πετάξει», άκουγε στα τριξίματα απο τα σίδερα της Πύλης όποτε άνοιγαν, τα καλέσματα απο τις φωνές των πουλιών.
Σύννεφα γεμάτα οράματα εμφανίζονταν συχνά στο κελί της, σαν αραχνοΰφαντοι ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη που εξαφανίζονταν στις προσευχές της μαζί με τον σύρτη που επιστρέφει πάντα στην σωστή του θέση.
Οι καιροί ερχόντουσαν πάντα γεμάτοι φορτία για να σηκώσει το σκαρί της, όσο τα μοναχικά χρόνια σμίλευαν την Πίστη στις ηλιαχτίδες των ρωγμών από τα Τείχη της…,
τότε πλέον τα πουλιά της Πύλης έπαψαν να της μιλούν.
Βουβή η προσευχή και η αγάπη, όταν ταξιδεύουν στην ελευθερία …
............................................................................................................................................................................................................
Ήσυχα κυλούσε ο δρόμος κάτω από τα πόδια μου για να ακούω την φωνή του νερού στο αυλάκι βαθιά κρυμμένο στην καρδιά των φθινοπωρινών φύλλων.
Κοιμόταν το δάσος στην θερινή του νάρκη μέχρι που ήρθε η εποχή που οι ευκάλυπτοι αλλάζουν δέρμα, καράβια να γίνουν των χελιδονιών στο κοκκίνισμα των εποχών. Οι δροσοσταλίδες γύρω μου με τυλίγουν σε μια πυκνή ομίχλη, με προσκαλούν να αποδημήσω χωρίς να γνωρίζω αν είναι το όνειρο ενός σύννεφου που με καλεί ή η δική μου ανάγκη να κρυφτώ από την εποχή που βρέχει ροδοπέταλα
........................................................................................................................................................................................................................
Εκείνο το πρωινό που η δροσιά ανάβλυζε σαν μύρο από τις ρίζες των ελαιών ετοιμαζόσουν να ρουφήξεις απο την γη τον καρπό της εκεί που οι ταμιευτήρες της ζωής πονούσαν τον ρυτιδιασμένο κορμό όταν φορούσε τα δακρυσμένα μαύρα μαργαριτάρια ... εκεί ήταν που κάποιοι άγγιξαν με το βλέμμα τα οράματα που πετούσαν πλέοντας απαλά με το σχήμα "διχτυών" πάνω στην άπνοια του κάμπου που περιμένει τον ήχο της αγριομέλισσας για να γεννήσει πάλι.
Όμως κανείς δεν μίλησε για αυτήν την τρέλα της τηλεπάθειας και ας την είδανε όσοι ακουμπήσανε τον ορίζοντα μια ηλιαχτίδας που χαϊδευε εκείνη την ώρα το πρόσωπό σου
ό,τι δεν φανερώνεται δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει είχες πει …
κι έφυγες ψιθυρίζοντας, με μια ψευδαίσθηση ηλιαχτίδας αντίθετα
.......................................................................................................................................................................................................................
Μέσα στην χειμωνιάτικη σιωπηλή νύχτα αναβόσβηνε μια φωνούλα 8 χρονών από το τελευταίο σπίτι του χωριού σαν βεγγαλικό κινδύνου σχίζοντας το χιόνι που έπεφτε εκείνη την ώρα απαλό και σιωπηλό σκεπάζοντας τα πάντα με μια μαγική λευκή ησυχία … .
Ηταν η μικρή Χριστίνα που φώναζε για τον μπαμπά της. Ένα παιδί που ωρίμαζε νωρίς αλλά οι φόβοι της παρέμεναν παιδικοί, όλοι αδάμαστα θηρία ιδιαίτερα την νύχτα που έμενε μόνη από τότε που έχασε την μαμά της στοιχειώνοντας το πέτρινο σπίτι που είχε χτίσει ο μπαμπάς της. Καθε γωνιά και μια σκιά που την πάγωνε... όμως, φρόντιζε να το κρατάει πάντα ζεστό για εκείνον που θα ερχόταν κουρασμένος από την δουλειά. Κάθε βράδυ μετά τα διαβάσματα της, άναβε το τζάκι και αφού είχε κάνει τις δοκιμές της στην μαγειρική σερβίριζε το φαγητό στο ξυλόγλυπτο τραπέζι ανυπομονώντας να ανταμειφθεί με εκείνο το φωτεινό βλέμμα του, το γεμάτο ικανοποίηση και αγάπη.
Τα χρόνια εκείνα ... ήταν πέτρινα αλλά περήφανα. Πληγές στον δρόμο της ιστορίας που σε γυμνάζουν για να αντέχεις και να συνεχίζεις με οτι σου εχει απομείνει, εστω κι αν καμιά φορά αυτά τα εφόδια είναι μόνο τα χνότα σου ...για όσο καιρό μπάζει το κρύο. Το χιόνι έτριζε στα τζάμια καθώς αντιφέγγιζαν οι φλόγες από το τζάκι, ενώ τέτοιες ώρες η μόνη της παρηγοριά ήταν το θαυματουργό εκκλησάκι στην απέναντι πλαγιά. Όμως, τι κρίμα ... μοναχικό και μελαγχολικό στεκόταν τώρα, χωρίς ούτε ένα κεράκι μέσα του να φωτίζει. Η τραγική φωνή της μικρής Χριστίνας βρήκε στην άλλη ακρη του χωριού, την πληγωμένη όραση του πατέρα της να αγωνίζεται να βρει τα βήματα της επιστροφής του, ακολουθώντας την δυνατή σκέψη του : « … αυτό το παιδί που φωνάζει, είναι το δικό μου !»
............................................................................................................................................
...μικρό μπουμπούκι
πληγωμένο
ήσουν ροζ, κι όμως γεννήθηκες μωβ
Δεν ήξερε οτι τα μελαγχολικά σπίτια είναι ... γιατί κρύβουν μέσα τους μελαγχολικές ψυχές. Στάθηκε για λίγο να αγναντεύει κοιτώντας πίσω... και σκέφτηκε : "Τώρα, που έχω μεγαλώσει αρκετά ωστε να βλέπω καλύτερα τον ίσκιο μου, θυμάμαι καλά εκείνο τον μικρό ήρωα με τα σημάδια τα μελανά,
που είχε για χαρά του το μαστίγωμα των λουλουδιών, της γειτονιάς του ...
...μικρό μπουμπούκι
πληγωμένο
ήσουν ροζ, κι όμως γεννήθηκες μωβ (ήθελα να σου πω
οτι σε νιώθω... )
*μια ηχώ με έφερε ως εδω
...............................................................................................................................................................................
[....] σκέπασε το φως για το δυστύχημα να πεθαίνουν οι άνθρωποι απο υπερβολική δόση εμπιστοσύνης.
Και μονολογώντας όλα αυτά... ακούμπησα στο πρώτο πεζούλι πιάνοντας τον εαυτό μου να φλυαρεί για όντα περαστικά που φεύγουν όπως ολοι εκείνοι που αποδημούν απο τον συνηθισμένο δρόμο...
Στερεότυπα που επιστρέφονται πάνω σ’αλλο νου όταν στις κοιλιές των δρόμων λιμνάζουν υδροροές πληροφοριών σαν σε πλατείες φιλοσόφων που καταλήγουν στο κλάμπ των τάχα επιφανών πίνοντας αλκοολ.[...]
.................................................................................................................................................................................................
απόδρασαν τα αγάλματα της μαγεμένης πόλης σε μια νύχτα που κροτάλιζε ο άνεμος τύμπανα με φωτιές απανθρακωμένες σταχτες του μεσαίωνα στο διάβα των περιπατητών με τα χέρια τους γεμάτα διακοσμητική σιωπή, ανώνυμη... ωστε εύκολα να ξεχαστεί
όλο το λάθος... ενας πίνακας μονάχος στην πινακοθήκη της Φλωρεντίας και εσύ τον πήρες σοβαρά ... κοίτα την πλατεία τόση "λευκή" ελευθερία μέσα σε φράχτες τοίχους που αναβοσβήνουν νύχτα - μέρα,
χτύπος παλμός τόση μελωδία βημάτων γύρω ...
(συνεχίζεται...)
19/10/15
κωνσταντία φαγαδάκη