Τώρα ένα κυανό γκρι δέσποζε πάνω από τις σκεπές. Χτες το βράδυ είχε χιονίσει στη Θεσσαλονίκη και η Αναστασία καρτερούσε όλο το βράδυ να το στρώσει και στην Αθήνα. Ξημέρωνε Παραμονή των Χριστουγέννων και όλα τα σπίτια είχαν ένα φως μαγικό από νωρίς το πρωί. Ζούσε σε ένα προάστιο στο ταπεινό σπίτι που το Χειμώνα γινόταν ολόκληρο μια σόμπα. Το τσαγιερό πάνω της ήταν ο δείκτης της ζεστασιάς. Όλα πήγαζαν από εκείνη τη φλόγα τα φωτεινά χαμόγελα τα κόκκινα μάγουλα ακόμα και το άρωμα απο τις φλούδες των μανταρινιών και τα κάστανα που έφερνε ο πατέρας στα ροζιασμένα χέρια του για να μοιράσει στις δύο μικρές του Πριγκίπισσες. Εκείνος η κολώνα και καρδιά η μητέρα. Η Αναστασία είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι και κοιτούσε όχι μόνο για το χιόνι που παρακαλούσε αλλά και για την φίλη της την Μαρία που είχαν συμφωνήσει να έρθει για να πουν μαζί τα κάλαντα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι τα φετινά Χριστούγεννα θα ζωγράφιζαν το πιο όμορφο χαμόγελο στο πιο μελαγχολικό πρόσωπο. Τα λεπτά περνούσαν αργά όταν στα πρώτα παιδιά που χτύπησαν την πόρτα για τα κάλαντα φάνηκε από μακριά η Μαρία να έρχεται τρέχοντας.
Τραγουδούσαν με όλη τους την ψυχή. Στους δρόμους διασταυρώνονταν οι φωνές τους με φωνές άλλων παιδιών. Όλα προμήνυαν το χαρμόσυνο γεγονός της Ελπίδας που γεννιέται. Περπάτησαν όλη την περιοχή μέχρι εκεί που άντεχαν ως το τέλος του μεσημεριού. Κι εκεί κάπου… η Αναστασία τρύπωσε μέσα σε ένα μαγαζί με είδη Χριστουγέννων. Ήθελε να αγοράσει ένα στολίδι για να το έχει ως ανάμνηση της στιγμής. Το μάτι της έπεσε σε ένα γυάλινο στολίδι… που έγραφε: «…my true love sent to me…» και σε μία πορσελάνινη κούκλα που της θύμιζε την μητέρα της κοριτσάκι. Τότε μια σκέψη σαν αστραπή φώτισε το πρόσωπό της. «Ναι! -Σκέφτηκε…- το δώρο που περίμενε η μητέρα μου σαν παιδί θα της το πάρω εγώ σήμερα … Μια κούκλα !» Ο Αγιος Βασίλης φέτος θα έρθει για την μητέρα μου ! Κι ενώ η Αναστασία σκεπτόταν αυτά …την ίδια στιγμή η Μαρία μετρούσε τον θησαυρό από τα κάλαντα με πολύ ζήλο. «Αχ! Τι ωραία ! ειπε η Μαρία με τα χρήματα που μαζέψαμε, αύριο θα αγοράσω την φωτογραφική μηχανή που πάντα ήθελα !» Άρχισε να χιονίζει… τα δυο κορίτσια επιστρέφανε και οι δύο χαρούμενες στα σπίτια τους. Η καθεμιά για τον δικό τους λόγο. Όμως η πιο ευχάριστη έκπληξη είναι εκείνη που αλλάζει τον άνθρωπο… και η μητέρα της Μαρίας ήταν ίσως η πιο χαρούμενη μητέρα εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιατί βρήκε κάτω από το δέντρο δύο μικρά- μεγάλα δωράκια από το μοναχοπαίδι τους . Κωνσταντία Φαγαδάκη . . . πρώτη δημοσίευση στο stigma Με μια θάλασσα λέξεις κι ένα τρένο να περνάει απο πάνω κυοφορώ τον μικρό ήρωα του παραμυθιού στο δρομολόγιο που ξεκινάει μόλις τώρα απ΄την μήτρα του ολόγιομου φεγγαριού.
Ήταν τότε… που μια ρωγμή στην σκεπή έσταξε σαν μικρή βρύση στην χούφτα… και όταν ήπιε απο αυτό το νερό η ψυχή ενός αγγέλου πέρασε μέσα της … Χειμώνας του 1900 και το είδωλο της καρδιάς της σκίρτησε, γεμίζοντας με ροδοπέταλα τα σπλάχνα της όταν ένιωσε οτι όλα μετουσιώνονταν σε κάτι διαφορετικό … και το οξυγόνο που ανέπνεε επίσης. Ένα τρίξιμο στα τζάμια συνόδευσε τα κεριά που τρεμόπαιξαν την προβολή της μορφή της στον τοίχο. Οι μέρες που θα ακολουθούσαν ήξερε οτι δεν θα ήταν οι ίδιες (καθώς 9 μήνες θα την φύλαγαν Δρυίδες). Οι μέρες περνούσαν πέτρινες και σκληρές στο βουνό με μόνη παρηγοριά το ποτάμι που τους ένωνε με τους πεδινούς. Τα παραποτάμια δρομολόγια πλήγιαζαν τα πόδια αλλά η ανάγκη για ανταλλαγή τροφής τους ωθούσε πιο πέρα κι απο τον ορίζοντα των τελευταίων βουνοκορφών. Έτσι ζούσαν… Ήρθε και η μέρα η μεγάλη της γέννησης. Το ταπεινό πέτρινο σπίτι έμοιαζε εκείνη την ημέρα σαν φάτνη. Χωρικοί έρχονταν για τις ευχές. Ήρθε και ο Κύρης. Όταν άνοιξε η πόρτα σαν φιγούρα βιβλική εμφανίστηκε, που η αύρα του έφερνε απόκοσμους ήχους. Στα μάτια του εναλλάσσονταν το φως με τη σκιά, όμοιο μ’εκείνο που ξεπροβάλλει μέσα απο πυκνές φυλλωσιές. Με σάρκα ροδοκόκκινη χαραγμένη σαν τους ρόζους του δέντρου, ζούσε σε μια σπηλιά μιας αιωνόβιας βελανιδιάς. Πάντα πίστευε οτι τα δέντρα είναι τα ζωντανά μνημεία των ψυχών. Εκεί είχε φτιάξει το κονάκι του με τα πλεον απαραίτητα για να βιώνει την μοναχική ελευθερία του. Όμως σήμερα ήρθε σαν το αγρίμι που ζυγώνει φοβισμένο τους ανθρώπους. Την προηγούμενη μέρα είχε δει ένα σημάδι στην μεγάλη πέτρα που είχε εξω απο την σπηλιά και την χρησιμοποιούσε πότε για να κάθεται και πότε για να αμύνεται. Ενα δεντράκι είχε φυτρώσει σαν μπονζαι . Ενα μήνυμα που το περίμενε καιρό… είχε γεννηθεί ο γιος του. Τώρα κρατούσε στα χέρια του το βρέφος και ενώ το κοιτούσε με απερίγραπτη λαχτάρα η Μοίρα ήρθε σιμά τους και σφράγισε τις παλάμες του νεογέννητου με δυο δέντρα ψιθυρίζοντας το όνομα : «Ριζωμένος». Σαν σε όνειρο που ξύπνησε ξαφνικά ο πατέρας φώναξε το όνομά του να το ακούσουν και ολοι οι άλλοι. Ο λόγος του ήταν διαταγή και το βούισμα της οχλαογής κόπασε μονομιάς. Απο τότε ακολούθησαν οι συνηθισμένες μέρες και ο Ριζωμένος μεγάλωνε φυσιολογικά όπως όλοι οι συνομήλικοί του χωρίς κάτι το διαφορετικό στην ζωή του. 1922:Ο ξεριζωμός της Σμύρνης τον βρίσκει στην μάχη φαντάρο. Γκρίζες μέρες καπνός και διχόνοια σε δυο λαούς που ζούσαν χρόνια σαν αδέρφια. Το προηγούμενο βραδυ της καταστροφής σώθηκε η ομάδα του Ριζωμένου απο φίλους Τούρκους που τους έκρυψαν στο σπίτι τους. Την επομένη, ο ήλιος κρύφτηκε ξημέρωσε νύχτα … σκοτάδι φωτιά και πόνος. Μίσος και αίμα στον αδελφό. Απόγνωση …παντού άνθρωποι ξεριζωμένοι – σαν τα δέντρα – που κείτονται άψυχα. Και τότε είδε το πρώτο όραμα: Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά του έδειχνε προς τη θάλασσα αφήνοντας ενα μαντήλι να παρασυρθεί ως εκεί .Ακολούθησε σαν υπνωτισμένος… βρέθηκε πάνω στο λευκό μαντήλι ταξιδεύοντας σαν το μαγικό χαλί πάνω απο το Αιγαίο. Παράξενη αίσθηση κυρίευσε… τα μάτια του. Απο εκεί πάνω οι άνθρωποι έμοιαζαν με δέντρα που επέπλεαν ενωμένα σαν σε τεράστια σχεδία. Κάποια στιγμή η σχεδία έσπασε σε πολλά κομμάτια άλλα βυθίστηκαν άλλα ξεβράστηκαν στα βράχια της τύχης. Πρόσφυγες ονομάστηκαν… Το λευκό μαντήλι προσγείωσε τον Ριζωμένο κοντά τους. Η λευκοντυμένη γυναίκα πριν χαθεί σαν σύννεφο έδειξε πάλι με το χέρι της προς ενα γυμνό λόφο – βουνό . Ο Ριζωμένος άκουσε μια εσωτερική φωνή όμοια με εκείνη του πατέρα του που έλεγε οτι τα δέντρα είναι τα ζωντανά μνημεία των ψυχών. Όπως ήξερε οτι η ρωγμή στη σκεπή εκείνο το βράδυ ήταν και ο σπόρος ίσως κάποιου αγγέλου που ζούσε μέσα του. Σκέφτηκε οτι γνώριζε τι έπρεπε να κάνει…. για να ζήσουν έπρεπε να τους φυτέψει στο λόφο – βουνό και έτσι το βουνό γέμισε με δέντρα…. Τα χρόνια περνούσαν για τον Ριζωμένο όπως το προοδευτικό ψήλωμα των δέντρων. Το επισκέπτονταν συχνά ακόμη και τις νύχτες στα κρυφά απο την κυρά του γιατί το μυστικό του κρύβονταν σε εκείνες τις φλογίτσες … που φώτιζαν στις κορυφές των δέντρων σαν Χριστουγεννιάτικα δέντρα τα ήσυχα και έναστρα βράδια . Πότε πότε όταν έπερνε τον δρόμο της επιστροφής ευχαριστημένος, χαιρετώντας το βουνό του ένα απαλό πορτοκαλί φως τον ξεπροβόδιζε κάθε φορά σε μια σταθερή ακτίνα απο εκείνον. Δεν προσπάθησε ποτέ να το ακουμπήσει καθώς καποια πράγματα «ζούνε» διατηρώντας τις σωστές αποστάσεις. Η ζωή του χάρισε παιδιά και εγγονάκια. Το βουνό άκουγε τις ιστορίες του, τα γέλια των παιδιών και χαιρόταν κι εκείνο ωσπου ο χρόνος τον αγκάλιασε σαν παιδί στις χούφτες του και με ένα φύσημα του αέρα διασκορπίστηκε η ύλη του στα φυλλώματα προτού φυλήσει το χώμα της ζωντανής μνήμης και ριζώσει. Τώρα με τις ηλιαχτίδες, τις βροχές, και τα βήματα άναβε και εκείνος την δική του φλογίτσα στις βαθιές σιωπηλές νύχτες. Κωνσταντία Φαγαδάκη - _(τροποποιημένο) . . . πρώτη δημοσίευση στο stigma Έμαθε να ξυπνάει με ένα αναπάντητο γιατί … με ένα βιαστικό πρωινό, με ένα κουρδισμένο φιλί στο μάγουλο στην Μητέρα στον Πατέρα και ένα σφίξιμο στην καρδιά για τις ώρες μετά της εκτέλεσης του μαθητικού καθήκοντος. Κάθε μέρα την ίδια ώρα, μετρούσε τις γουλιές τα λεπτά και το τελευταίο βλέμμα πίσω από τα κάγκελα. Άραγε, θα τα κατάφερνε και σήμερα; Τελειομανής όπως ήταν είχε μάθει από νωρίς να είναι συνεπής στην υποχρέωση της. Η τάξη δεν τη φόβιζε πατούσε γερά στα πόδια της και όριζε τα βήματα της μέσα στην Τάξη. Αλλά το διάλλειμα … το διάλειμμα που λάτρευαν όλοι οι άλλοι, έμοιαζε για εκείνη κόλαση. Η κόλαση της αγέλης και οι νόμοι της που φυλούσαν καραούλι στα στενά περάσματα για όσους τολμήσουν να περάσουν από την πάνω στην κάτω αυλή και αντίστροφα μιας και εκεί σπάνια πήγαιναν οι δάσκαλοι για επιθεώρηση. Ενας από τους νταήδες που φιλούσαν τα πλαϊνά περάσματα ήταν και ένας συμμαθητής. Γεροδεμένος και ξερόλας. Ότι έπρεπε για να έχει επιρροή σε πρόβατα που συντάσσονταν στο πλευρό του για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, όταν με χαστούκια και κλωτσιές χτυπούσαν όποιον τολμούσε να περάσει χωρίς την άδεια τους. Σαν μελαγχολικός εξωγήινος που φύτρωσε από το πουθενά δεν ανοιγόταν σε κανένα συνομήλικο παιδί. Δεν ασχολιόταν με κανένα άλλο και δεν ήθελε κανένας άλλος να ασχοληθεί μαζί της. Νόμιζε ότι η ησυχία στην ζωή της, ήταν ανώτερη από την φιλία. Στην υποχρέωση που είχε, να βγει στο διάλειμμα, έξω, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά… Βάδιζε μόνη στην αυλή. Μόνη και από απόσταση. Έτσι κοιτούσε την γυάλα που βρισκόταν. Κάποια μέρα κι ενώ ήταν διάλλειμα, ο νταής της τάξης ενοχλημένος από την παρουσία του μοναχικού παιδιού που δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά, άρχισε να τη προκαλεί και να τη σπρώχνει. Ακολούθησε κλωτσιά στην κλωτσιά και χτυπήματα στα χτυπήματα. Πέσανε και οι δύο στην αυλή να χτυπιούνται με την ίδια ορμή. Τα «πρόβατα» μαζεμένα γύρω σαν κολοσσιαίο να κοιτούν τη συμπλοκή στη σκιά των δασκάλων. Ήταν το μελαγχολικό παιδί αυτή τη φορά πρωταγωνιστής ! Όταν το κουδούνι χτύπησε και το διάλειμμα τελείωσε. Επέστρεψαν όπως – όπως, στην τάξη τους. Με την καρδιά ταραγμένη, τακτοποίησε την μαθητική ποδιά Μαθημένη στην σιωπή κάθησε στο θρανίο και δεν μίλησε. Δευτερόλεπτα μετά ήρθε και ο νταής να κλαψουρίζει τρέχοντας προς την δασκάλα. -Κυρίαααα η Χ…… με έδειρεεε ………….. Ακολούθησε σιωπή και παγωμάρα σε όλη την Τάξη ! -Σώπα ! του είπε επιτακτικά, οι άντρες δεν κλαίνε ! Στην Τάξη ακούστηκε για λίγο μια βουή, ψιθύριζαν… -Μα ποιος ? το μελαγχολικό κορίτσι? -ΠΏς ήταν δυνατόν τέτοια ντροπή ….. Η δασκάλα τον ησύχασε και τηλεφώνησε στους γονείς του. Όταν ήρθε η μητέρα του ακούστηκε η φωνή του νταή να ξεσπά: «Μαμά βαρέθηκα να είμαι ο δυνατός !» Κωνσταντία Φαγαδάκη . . . πρώτη δημοσίευση stigma |
Author
Κωνσταντία Φαγαδάκη Archives
October 2023
Categories
All
|